Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀκήρυκτα — ἀκήρυκτα , ἀκήρυκτος unannounced neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακηρυκτεί — ἀκηρυκτεὶ και –κτὶ επίρρ. (Α) [ἀκήρυκτος] χωρίς τη μεσολάβηση κηρύκων, χωρίς επίσημη προαγγελία, ακήρυκτα … Dictionary of Greek